πρωτότοκος

πρωτότοκος
-ος,-ον + A 75-42-4-7-5=133 Gn 4,4; 10,15; 22,21; 25,13.25
firstborn (of pers.) Gn 10,15 (mostly rendition of בכר); id. (of Israel in a transferred sense, expressing a close relationship to the Lord) Ex 4,22; id. (of anim.) Gn 4,4; highest in rank, chief (of Israel’s king) Ps 88(89),28; τὰ πρωτότοκα the firstborn (as well of pers. as of anim.) Nm 18,15
*1 Chr 8,38 πρωτότοκος αὐτοῦ his firstborn-וֹכֹרבְּ for MT וְֹּכרבּ Bocheru, see also 9,44; *1 Chr 26,6 τοῦ πρωτοτόκου (Ρωσαι) of his firstborn (Rosai) transl. of ליםשׁהממ? (followed by translit. of its syn. ישׁרא (not in MT) heads of) for MT ליםשׁהממ chiefs
see πρωτογενής, πρωτόγονος
Cf. DOGNIEZ 1992, 213; FREY 1930, 385-390; HARL 1986a, 57.210; LE BOULLUEC 1989 155.231;
MICHAELIS 1954b, 313-320; SPICQ 1978a, 771-773; WALTERS 1973 52-53.126; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοτόκος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότοκος — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτότοκος — η, ο / πρωτότοκος, η, ον, ΝΜΑ 1. (για τέκνα) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που γεννήθηκε δεύτερος, τρίτος κ.λπ. 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτότοκος το πρώτο παιδί αρχ. προσωνυμία τού Ομήρου, σε αντιδιαστολή προς τον Νίκανδρο …   Dictionary of Greek

  • πρωτοτόκος — ο / πρωτοτόκος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, ον, Α (για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος. επίρρ... πρωτοτόκως Μ με τον πρώτο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η… …   Dictionary of Greek

  • πρωτότοκος — η, ο για τέκνα, αυτός που γεννήθηκε πρώτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοτόκοις — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat pl πρωτοτόκος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκον — πρωτοτόκος masc/fem acc sg πρωτοτόκος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκου — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen sg πρωτοτόκος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκους — πρωτότοκος bearing masc/fem acc pl πρωτοτόκος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκων — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut gen pl πρωτοτόκος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοτόκῳ — πρωτότοκος bearing masc/fem/neut dat sg πρωτοτόκος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”